παραξένου

παραξένου
παράξενος
half-foreign
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελκυστές — Τρόπος περιγραφής της μακρόχρονης συμπεριφοράς ενός συστήματος στον χώρο των φάσεων. Η ισορροπία και οι σταθερές καταστάσεις αντιστοιχούν σε σταθερούς σημειακούς ε., οι περιοδικές καταστάσεις σε ε. οριακού κύκλου και οι χαοτικές καταστάσεις σε… …   Dictionary of Greek

  • Tania Tsanaklidou — (griechisch Τάνια Τσανακλίδου, * 9. April 1952 in Drama) ist eine griechische Sängerin und Schauspielerin. Sie wuchs in Thessaloniki auf, wo sie bereits im Alter von acht Jahren am Theater für Kinder von Marie Soidou auf der Bühne stand.… …   Deutsch Wikipedia

  • Tsanaklidou — Tania Tsanaklidou (griechisch Τάνια Τσανακλίδου, * in Drama) ist eine griechische Sängerin und Schauspielerin. Sie wuchs in Thessaloniki auf, wo sie bereits im Alter von acht Jahren am Theater für Kinder von Marie Soidou auf der Bühne stand.… …   Deutsch Wikipedia

  • Πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • Τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • λιβυκός — ή, ό (Α Λιβυκός, ή, όν) [Λιβύη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῡ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. δυτικός 2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον»… …   Dictionary of Greek

  • λιβυός — λιβυός, ὁ (Α) είδος παράξενου πτηνού …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”